- αὔληρα
- αὔληραneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύληρα — εὔληρα, και δωρ. τ. αὔληρα, τὰ (Α) ηνία («ἐν δ αὐτὸς ἔχων εὔληρα βέβηκε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εύληρα (δωρ. αύληρα) < *ε Fληρ ο. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. *wl ēr (πρβλ. λατ. lōrum «ιμάντας, λουρί», αρμ. lar «δεσμός»), η οποία είναι μηδενισμένη… … Dictionary of Greek
λώμα — το (AM λώμα, ατος) νεοελλ. ναυτ. σχοινί που ράβεται γύρω γύρω από το ιστίο για να τό ενισχύσει και να τό προφυλάξει από τον άνεμο, κν. γραντί μσν. κλωστή, νήμα αρχ. 1. το κράσπεδο, η άκρη τού ενδύματος, η ούγια («καὶ ποιήσεις ὑπὸ τὸ λῶμα τοῡ… … Dictionary of Greek
ταυληρόντα — και ταυληρόνια, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἱμάντα, Ἡρακλέων». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχετίζεται πιθ. με τον τ. εὔληρα / αὔληρα] … Dictionary of Greek
u̯el-7, u̯elǝ-, u̯lē- — u̯el 7, u̯elǝ , u̯lē English meaning: to turn, wind; round, etc.. Deutsche Übersetzung: “drehen, winden, wälzen” Note: extended u̯el(e)u , u̯l̥ ne u , u̯(e)lei (diese also “umwinden, einwickeln = einhũllen”) Material: A.… … Proto-Indo-European etymological dictionary